προεκθρώσκω

προεκθρώσκω
ΜΑ
πετιέμαι έξω, ξεπηδώ προηγουμένως («φυτὰ προεκθορόντα εἰς γέννησιν», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐκθρῴσκω «πετιέμαι έξω, εξορμώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”